- λεπιδοσαύρια
- (lepidosauria). Υφομοταξία διαψιδωτών ερπετών, η οποία παρουσιάστηκε κατά την πέρμιο περίοδο. Τα λ. υποδιαιρούνται σε δύο τάξεις: στα ρυγχοκέφαλα και στα λεπιδωτά ή φολιδωτά. Τα λεπιδωτά υποδιαιρούνται στις τάξεις των σαυρομόρφων, των αμφισβαινίων και των οφιδίων. Τα λ. είναι πρωτόγονα ερπετά με ατροφικά τα δύο κροταφικά τόξα, καθώς και την πυελική και ωμική τους ζώνη. Είναι σαρκοφάγα, χερσαία ή υδρόβια, γνωστά με τις κοινές ονομασίες σαύρες και φίδια.
* * *ταζωολ. υφομοταξία ερπετών, στην οποία ανήκουν τα αμφισβαίνια, τα φίδια, οι σαύρες και τα απολιθωμένα εοσούχια τού περμίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepidosauria < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + -sauria (< saurus < σαύρα)].
Dictionary of Greek. 2013.